Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυπνητούρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυπνητούρια τα [ksipnitúrja] Ο44α : το ξύπνημα, κυρίως στην ειρωνική έκφραση καλά (σου) ~: α. σε κπ. που ξύπνησε ή σηκώθηκε από το κρεβάτι πολύ αργά. β. σε κπ. που δεν έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει ή που κατάλαβε ή πληροφορήθηκε κτ. πολύ καθυστερημένα.

[ξυπνητ(ός) -ούρια, πληθ. του -ούρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες