Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξυλουργός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλουργός ο [ksilurγós] Ο17 : τεχνίτης που κατεργάζεται το ξύλο.

[λόγ. < ελνστ. ξυλουργός]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλουργός ο.
  • Ξυλουργός, μαραγκός:
    • (Βακτ. αρχιερ. 181).

[μτγν. ουσ. ξυλουργός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go