Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλοσοφία η.
-
- Ανόητη, κενή φιλοσοφία:
- διά την ξυλοσοφίαν των πολλούς εξηπατήσαν (ενν. οι αιρετικοί) (Φυσιολ. (Legr.) 464).
[λ. πλαστή από παιγνιώδη παραφθορά του ουσ. φιλοσοφία· πβ. ‑ώ. Η λ. στον Κουμαν., Συναγ.]
- Ανόητη, κενή φιλοσοφία:



