Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλοπόδαρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλοπόδαρος -η -ο [ksilopóδaros] Ε5 : (ειρ.) για άνθρωπο με πολύ αδύνατα και μακριά πόδια.

[ξυλοπόδαρ(ο) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες