Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλοκερατέα η.
-
- Χαρουπιά:
- (Βαρούχ. 1863).
[<ουσ. ξυλοκέρατο + κατάλ. ‑έα. Τ. ‑ία στο Du Cange. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]
- Χαρουπιά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ξυλοκέρατο + κατάλ. ‑έα. Τ. ‑ία στο Du Cange. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |