Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλογέφυρον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξυλογέφυρον το.
  • Ξύλινο γεφύρι:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 424).

[<ουσ. ξύλον + γεφύριον. Τ. ‑γιό‑ σήμ. κυπρ. ως τοπων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες