Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλογέφυρον το.
-
- Ξύλινο γεφύρι:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 424).
[<ουσ. ξύλον + γεφύριον. Τ. ‑γιό‑ σήμ. κυπρ. ως τοπων.]
- Ξύλινο γεφύρι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ξύλον + γεφύριον. Τ. ‑γιό‑ σήμ. κυπρ. ως τοπων.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |