Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλιάζω [ksilázo] Ρ2.1α μππ. ξυλιασμένος : υποφέρω τόσο από το δυνατό κρύο, ώστε νιώθω να γίνομαι δύσκαμπτος και αλύγιστος σαν ξύλο· ξεπαγιάζω: Ξύλιασαν τα χέρια μου / τα πόδια μου. Kλείσε το παράθυρο και μας ξύλιασες / θα μας ξυλιάσεις. Tον βρήκαν ξυλιασμένο.
[ξύλ(ο) -ιάζω]



