Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλαράκι το.
-
- Μικρό κομμάτι ξύλου:
- έφερε ξυλαράκια … και άφτει φωτιά (Ριμ. Απολλων. [337])·
- (σε μεταφ.):
- τι βλέπεις το ξυλαράκι οπού είναι εις το μάτι του αδερφού σου …; (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ς́ 41).
[<ουσ. ξυλάρι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (‑ιον), στο Somav. και σήμ.]
- Μικρό κομμάτι ξύλου:



