Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλαγγουριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλαγγουριά η [ksilaŋgurjá] Ο24 : είδος αγγουριάς που καρπός της είναι το ξυλάγγουρο1.

[ξυλάγγουρ(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες