Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξυλάγγουρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλάγγουρο το [ksiláŋguro] Ο41 : 1.είδος αγγουριού. 2. (μτφ.) για άνθρωπο χωρίς χάρη, που δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί, πώς να μιλήσει. || για αδύνατο άνθρωπο.

[ξυλ(ο)- + αγγούρ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go