Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξουράφι
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξουράφι το [ksuráfi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξυράφι.

[μσν. ξουράφι < ελνστ. ξυράφιον υποκορ. του αρχ. ξυρός χωρίς τροπή [u > y > i] : δες Υ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξουράφι(ν) το,
βλ. ξυράφι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξουραφίζω [ksurafízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξυραφίζω.

[ξουράφ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go