Παράλληλη αναζήτηση
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξου [ksú] & ξ [ks] επιφ. : κυρ. με επανάληψη ~ ~ ~ 1. το χρησιμοποιεί κάποιος για να απομακρύνει από την αυλή κότες ή άλλα κατοικίδια πτη νά. 2. (σε οικείο, ειρωνικό ή μειωτικό ύφος, ανάλογα με τον τόνο και το νόη μα του λόγου) το χρησιμοποιεί κάποιος για να διώξει ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο.
[ηχομιμ.]
- ξου το [ksú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ξι.
[από τους φθόγγους που συμβολίζει το γράμμα ξι με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]
- ξούρα η [ksúra] Ο25α : (λαϊκ.) 1. ξύρισμα: Θα κάνω μία ~! Kόντρα ~. 2. (μτφ.) μεγάλο ψέμα, τερατολογία.
[1: ξουρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)· 2: από συσχετισμό του ξυρίσματος και του κουρέματος με κουτσομπολιό και τερατολογίες: αρχ. κουρεῖον `κουρείο, μαγαζί όπου κυκλοφορούν τα νέα και τα σκάνδαλα΄, αρχ. κουρεύς `κουρέας΄, ελνστ. σημ.: `κουτσομπόλης΄, ελνστ. κουρεακός `κουτσομπόλικος΄, σύγκρ. μσν. τσουρουχία `σαχλαμάρα΄ < τσούρουχος `ξυρισμένος΄ < *ξύριχος < ξυρόν `ξυράφι΄· σύγκρ. επίσης νεοελλ. μούσι & τουρκ. ustura `ξυράφι, ψεύτικα λόγια΄]
- ξουράφι το [ksuráfi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξυράφι.
[μσν. ξουράφι < ελνστ. ξυράφιον υποκορ. του αρχ. ξυρός χωρίς τροπή [u > y > i] : δες Υ]
- ξουράφι(ν) το,
- βλ. ξυράφι.
- ξουραφίζω [ksurafízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξυραφίζω.
[ξουράφ(ι) -ίζω]
- ξουρίζω [ksurízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξυρίζω.
[ελνστ. ξυρίζω κατά το ξουράφι]
- ξουρίζω,
- βλ. ξυρίζω.
- ξούρισμα το [ksúrizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) ξύρισμα.
[ξουρισ- (ξουρίζω) -μα]
- ξουτ [ksút] επιφ. : για την απομάκρυνση ανεπιθύμητου κατοικίδιου ζώου, συνήθ. γάτας: ~ αποδώ παλιόγατα!
[< ξου]



