Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιπασιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιπασιά η [ksipasxá] Ο24 : (οικ.) αλαζονεία, καυχησιολογία: Είναι όλο ~. ~ είναι αυτή!

[ξιπασ- (ξιπάζομαι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες