Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξινήθρα η [ksiníθra] Ο25α : 1.είδος άγριου χόρτου με μικρά κίτρινα άνθη και ξινή γεύση. 2. (μτφ.) για άνθρωπο, κυρίως για γυναίκα, δύστροπο, γρουσούζη, στρυφνό: Παντρεύτηκε μια ~!
[ξιν(ός) -ήθρα]



