Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιδάτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξιδάτο το.
  • Κρέας μαγειρεμένο με ξίδι:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 793).

[ουδ. του επιθ. ξιδάτος (Somav. και σήμ.) ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιδάτος -η -ο [ksiδátos] Ε3 : που παρασκευάζεται με ξίδι ή που διατηρείται στο ξίδι: Ελιές ξιδάτες. Xταπόδι ξιδάτο.

[ξίδ(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες