Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξημεροβραδιάζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξημεροβραδιάζομαι [ksimerovraδjázome] Ρ2.1β : (οικ.) περνώ ολόκλη ρη τη μέρα και τη νύχτα κάπου ή κάνοντας κτ.: Ξημεροβραδιαζόταν στο διάβασμα. || συνήθ. σε σχήμα υπερβολής, για κπ. που περνάει αδικαιολόγητα πολλές ώρες της ημέρας του κάπου: Ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία / στη φιλενάδα της.

[ξημερ(ώνομαι) -ο- + βραδιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες