Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξημέρωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξημέρωμα το [ksiméroma] Ο49 : η στιγμή που αρχίζει να ξημερώνει, το πρώτο φως της ημέρας· χάραμα, αυγή: Aργεί ακόμα το ~. Mας βρήκε το ~. Kαλό ~!, ως ευχή για κπ. που πηγαίνει το βράδυ να κοιμηθεί. || (συνήθ. πληθ. και ως επίρρ.): Φτάσαμε στο νησί ξημερώματα. Kατά τα ξημερώματα ξεψύχησε.

[μσν. ξημέρωμα < ξημερώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξημέρωμα το· εξημέρωμα· ξημέρωμαν.
  • 1)
    • α) Η ανατολή της ημέρας, χάραμα, αυγή:
      • πριν το εξημέρωμα, πριν να ξεβεί ο ήλιος (Βέλθ. 929· Κορων., Μπούας 26
      • (στον πληθ.):
        • (Απόκοπ. 435
    • β) (η δοτ. εν. και η αιτιατ. εν. και πληθ. επιρρ.):
      • ημέρᾳ Παρασκευή … ώρᾳ μεσονυκτίου, εξημερώματι Σαββάτου (Byz. Kleinchron. Ά 2051· Ά 50519), (Ερωτόκρ. Ά 1694
    • γ) πρωί (εδώ επιρρ.):
      • το ταχύ ξημέρωμα, τρεις ώρες της ημέρας (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1330]).
  • 2) (Νομ.) κλήτευση στο δικαστήριο:
    • κανέναν ξημέρωμαν τό γίνεται εις δύο ανθρώπους … (Ασσίζ. 33720).
  • 3) (Συνεκδ.) δώρο που δινόταν στη νύφη το πρωί της επομένης του γάμου:
    • είχεν πολλά βαρύτιμα πράματα να δώσει χάρισμα και ξημερώματα της ρήγαινας (Μαχ. 57610).
  • 4) (Συνεκδ.) το πρώτο πρόσωπο που συναντά κανείς το πρωί (ως οιωνός):
    • (Κανον. διατ. Β 504).

[<ξημερώνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. εξ‑ στο LBG. Ο τ. ‑μαν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (‑ομα, λ. ξημερόνη) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες