Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηγημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηγημένος -η -ο [ksijiménos] Ε3 μππ. του ξηγιέμαι : (λαϊκ.) που είναι ντόμπρος, εντάξει, που συμπεριφέρεται όπως πρέπει: Είναι ~ άνθρωπος. Mη διστάζεις να του μιλήσεις· είναι ~. ΦΡ ξηγημένα πράματα, πλήρως συμφωνημένα. μιλημένα*, ξηγημένα. ξηγημένα ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[μππ. του ξηγιέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες