Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηγημένος -η -ο [ksijiménos] Ε3 μππ. του ξηγιέμαι : (λαϊκ.) που είναι ντόμπρος, εντάξει, που συμπεριφέρεται όπως πρέπει: Είναι ~ άνθρωπος. Mη διστάζεις να του μιλήσεις· είναι ~. ΦΡ ξηγημένα πράματα, πλήρως συμφωνημένα. μιλημένα*, ξηγημένα.
ξηγημένα ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~. [μππ. του ξηγιέμαι]



