Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεψυχισμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξεψυχισμένος, μτχ.,
βλ. ξεψυχώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεψυχισμένος -η -ο [ksepsixizménos] Ε3 μππ. του ξεψυχώ : που είναι πολύ κουρασμένος, άτονος, ξέπνοος: Έφτασε ~. Mε ξεψυχισμένη φωνή μου είπε… ξεψυχισμένα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~.

[μσν. ξεψυχισμένος μππ. του ξεψυχώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες