Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεψαρώνω [ksepsaróno] Ρ1α μππ. ξεψαρωμένος : (λαϊκ.) ανακτώ το θάρρος, την αυτοπεποίθησή μου, ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία ήμουν καταπτοημένος, σαστισμένος: Ξεψάρωσαν τώρα κι οι νεοσύλλεκτοι!
[ξε- ψαρώνω]



