Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχουρδίζω.
-
- 1) (Προκ. για μαλλιά, κ.τ.ό.) ανακατεύω:
- γενειάδες … ξεχουρδισμένες (Ερωτόκρ. Ά 578).
- 2) (Μεταφ.) περιπλέκω· χαλώ, ματαιώνω:
- να ξεχουρδίσει τη δουλειά (Θυσ. 302).
[<ξε‑ + ουσ. χορδή + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. παλαιότ. εκχορδεύω (12.-13. αι., LBG) και σημερ. κρητ. ανα‑/ανε‑ (ΙΛ, λ. *αναχορδίζω). Η λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) (Προκ. για μαλλιά, κ.τ.ό.) ανακατεύω: