Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχασιάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχασιάρης -α -ικο [ksexasxáris] Ε9 : (οικ.) που ξεχνάει εύκολα, που είναι αφηρημένος. || (ως ουσ.) ο ξεχασιάρης, θηλ. ξεχασιάρα.

[ξεχασ- (ξεχνώ) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go