Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεχέζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχέζω [ksexézo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) βρίζω κπ. χυδαία· τον χέζω πατόκορφα.

[ελνστ. ἐκχέζω επιτατ. του χέζω (ἐκ- > ξε-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go