Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεφωνητό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφωνητό το [ksefonitó] Ο38 : δυνατή φωνή, κραυγή: Xαλούσε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του. Έβαλε κάτι ξεφωνητά!

[ξεφων(ώ) -ητό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go