Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεφλούδισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφλούδισμα το [kseflúδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεφλουδίζω.

[μσν. ξεφλούδισμα < ξεφλουδισ- (ξεφλουδίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεφλούδισμα το.
  • Το να ξεφλουδίζει κάπ. κ. (ως σύστ. αντικ.):
    • (Πεντ. Γέν. XXX 37).

[<αόρ του ξεφλουδίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go