Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφλουδίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεφλουδίζω [ksefluδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αφαιρώ, βγάζω τη φλούδα από κτ., συνήθ. χωρίς τη χρήση μαχαιριού ή άλλου εργαλείου: ~ πορτοκάλια / μπανάνες / μήλα. Ξεφλουδισμένα αμύγδαλα. Tο μανταρίνι ξεφλουδίζεται εύκολα. Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου. 2. για επιφάνειες που έχουν χάσει κομμάτια από την επίστρωσή τους: Ξεφλουδίστηκε ο τοίχος / η μπανιέρα. || για την ανθρώπινη επιδερμίδα: Mην κάθεσαι πολύ στον ήλιο, γιατί θα ξεφλουδιστείς. Ξεφλούδισε η μύτη μου.

[μσν. ξεφλουδίζω < ξε- φλούδ(α) -ίζω (πρβ. ελνστ. ἐκφλοΐζω (ίδ. σημ.))]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεφλουδίζω.
  • Ξεφλουδίζω·
    • (εδώ με σύστ. αντικ.):
      • ο Ιαακώβ … εξεφλούδισεν εις αυτά (ενν. τα ραβδιά) ξεφλουδίσματα άσπρα (Πεντ. Γέν. XXX 37).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. φλούδα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες