Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεφαντωτής ο.
-
- Γλεντζές, άτομο που διασκεδάζει πολύ:
- τραγουδιστής, ξεφαντωτής και νυκτογυρισμένος (Ερωτόκρ. Β́ 219).
[<ξεφαντώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Γλεντζές, άτομο που διασκεδάζει πολύ:



