Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξετσίπωτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξετσίπωτος -η -ο [ksetsípotos] Ε5 : (οικ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη αιδημοσύνης· ξεδιάντροπος, αδιάντροπος, αισχρός: Είναι μια ξετσίπωτη που γυρνάει με τον έναν και με τον άλλο! ξετσίπωτα ΕΠIΡΡ: Πώς γυρίζει έτσι ~ γυμνή; Tο είπε ~ ότι κλέβει.

[ξετσιπώ(νομαι) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες