Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετρύπωμα 1 το [ksetrípoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω 1.
[ξετρυπώ(νω) 1 -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξετρύπωμα 2 το : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω 2.
[ξετρυ πώ(νω) 2 -μα]



