Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεστραβώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεστραβώνω [ksestravóno] -ομαι Ρ1 : ANT στραβώνω. 1. ισιώνω κτ. που είχε στραβώσει. 2. (μτφ., οικ.) α. μορφώνω κπ.: Διάβασε και κανένα βιβλίο να ξεστραβωθείς. Δουλειά σου, δάσκαλε, είναι να ξεστραβώνεις τα παιδιά. β. (παθ.) για κπ. που από απροσεξία ή από αδιαφορία δε βλέπει κτ.: Ξεστραβώσου και κοίτα τι γράφει εδώ.

[ξε- στραβώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go