Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεστολίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεστολίζω [ksestolízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ, βγάζω τα στολίδια από κτ. ANT στολίζω: ~ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. || Γύρισα από το γάμο και ξεστολίστηκα, έβγαλα τα κοσμήματα και τα καλά μου ρούχα.

[ξε- στολίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεστολίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Αφαιρώ, χαλώ το διάκοσμο κτίσματος:
      • Τες εκκλησιές τσ’ αγίες εξεστολίσαν (ενν. οι Τούρκοι) (Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1381
      • (με σύστ. αντικ., εδώ σε μεταφ.):
        • τις τον εξεστόλισε τον στολισμόν σου, Κρήτη …; (Σκλάβ. 173).
    • 2) Αφαιρώ, βγάζω από κάπ. τα κοσμήματα:
      • (Ζήν. Β́ 386).
  • II. (Μέσ.) βγάζω τα κοσμήματα που φορώ (και τα γιορτινά ρούχα):
    • (Συναδ. φ. 47v
    • (με σύστ. αντικ.):
      • εξεστολίστηκαν τα παιδιά του Ισραέλ το στολίδι τους (Πεντ. Έξ. XXXIII 6).

[<στερ. ξε‑ + στολίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες