Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεσπίτωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσπίτωμα το [ksespítoma] Ο49 : (οικ.) έξωση ή αναγκαστική φυγή: Tο ~ των προσφύγων.

[ξεσπιτώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες