Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσήκωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσήκωμα το [ksesíkoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεσηκώνω. α. αναστάτωση. β. ξεσηκωμός: Tο ~ του έθνους. γ. πιστή αντιγραφή μιας εικόνας, ενός σχεδίου, μιας παράστασης με τη βοήθεια διαφανούς χαρτιού.

[ξεσηκώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go