Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσέρνω [ksesérno] Ρ αόρ. ξέσυρα, απαρέμφ. ξεσύρει : (λαϊκότρ.) μετακινώ κτ. σέρνοντάς το.
[ξε- σέρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσέρνω,
- βλ. ξεσύρνω.



