Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξερωγίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξερωγίζω· εξερωγίζω· εξωρωγίζω· ξηρωγίζω.
  • 1) Αφαιρώ, αποσπώ τις ρώγες (σταφυλιού):
    • τον βότρυν ρίπτουν (ενν. οι ακανθόχοιροι) εις την γην και ξηρωγίζουσίν τον (Φυσιολ. (Legr.) 471).
  • 2) (Μεταφ.) προκ. για θανάτωση:
    • (Λέοντ., Αίν. V 38).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. ρώγα + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. ποντ. απορω(γ)ίζω (Παπαδ., ρρ‑). Ο τ. ξη‑ στο Du Cange (ξηρογύζειν). Λ. ιάζω σήμ. ιδιωμ. (Δημ. ρρ‑, Ζώης ρρο‑). Η λ. στο ΑΛΝΕ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες