Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροκόμματο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροκόμματο το [kserokómato] Ο41 : 1.ξερό κομμάτι ψωμί που δεν τρώγεται, που είναι για πέταμα: Έβγαλε ένα ξεροκόμματο και άρχισε να το μασουλάει. || (πληθ., μειωτ.) τα περισσεύματα του φαγητού: Tου έδιναν να τρώει τα ξεροκόμματα. 2. (μτφ.) περιφρονητικά για να δηλώσουμε ένα πολύ μικρό, ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό: Δουλεύει για ένα ~.

[ξερο- + κομμάτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες