Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεροκέφαλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξεροκέφαλο το.
  • Κρανίο ψόφιου ζώου:
    • το ξεροκέφαλο του σκύλου (Πηγά, Χρυσοπ. 333 (2)).

[<επίθ. ξερός + ουσ. κεφάλι· πβ. σημερ. επίθ. ‑ος (άσχ. το μτγν. ξηροκέφαλος). Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροκέφαλος -η -ο [kserokéfalos] Ε5 : που επιμένει πάρα πολύ στην άποψή του, που δεν μπορεί κανείς να τον μεταπείσει με τις συμβουλές ή με τα επιχειρήματά του· πεισματάρης.

[ξερο- + κεφάλ(ι) -ος (διαφ. το ελνστ. ξηροκέφαλος `με στεγνό κεφάλι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες