Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξερο
37 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερο- [ksero] & ξερό- [kseró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ξερ- [kser], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. ξηρο-). 1. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι είναι ξερό, χωρίς νερό, αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~πήγαδο, ~πόταμος. || χωρίς βλάστηση· (πρβ. αγριο-III): ~βούνι, ~λίβαδο, ~νήσι, ξερότοπος. 2. δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει χάσει την υγρασία του, τους χυμούς του ή δεν είναι πια φρέσκο: ξεράγκαθο, ~κόμματο, ξερόψωμο. || ~τηγανίζω. 3. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει έλλειψη εξυπνάδας, πείσμα, επιμονή: ~κέφαλος, ~κεφαλιά.

[μσν. ξερο- < ελνστ. ξηρο- θ. του αρχ. επιθ. ξηρό(ς) > ξερό(ς) ως α' συνθ.: μσν. ξερο-πόταμος]

[Λεξικό Κριαρά]
ξερο‑,
βλ. και ξηρο‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερόβηχας ο [kseróvixas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1.βήχας χωρίς φλέματα. 2. κοφτό και συνήθ. προσποιητό βήξιμο.

[ελνστ. ξηρόβηξ, αιτ. -ηχα και τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροβήχω [kserovíxo] Ρ3α : 1.βήχω χωρίς φλέματα. 2. βήχω επίτηδες από αμηχανία, για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου, για να ειρωνευτώ κπ. κτλ.

[μσν. ξεροβήχω < ξερο- + βήχω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροβόρι το [kserovóri] Ο44 : 1.ξερός και ψυχρός βοριάς. 2. (μτφ., λογοτ.) οι σκληρές δοκιμασίες της ζωής.

[ξερο- + βορ(ιάς) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροβούνι το [kserovúni] Ο44 : βουνό χωρίς δέντρα ή άλλη βλάστηση.

[ξερο- + βουν(ό) -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
ξερογιστέρνα η.
  • Στέρνα ξερή, χωρίς νερό:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1566).

[<επίθ. ξερός + ουσ. γιστέρνα. Πβ. λ. ξεροστέρνι σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξερογλείφομαι [kseroγlífome] Ρ4β : κοιτάζω κτ. φαγώσιμο με λαχτάρα και βουλιμία: Mόνο που σκέφτομαι το ψητό άρχισα κιόλας να ~. || Ξερογλείφεται κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει.

[ξερο- + γλείφομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροκαταπίνω [kserokatapíno] Ρ αόρ. ξεροκατάπια, απαρέμφ. ξεροκαταπιεί : καταπίνω μόνο το σάλιο μου, συνήθ. από αμηχανία: Στάθηκε, κιτρίνισε, ξεροκατάπιε· δεν ήξερε τι να απαντήσει.

[ξερο- + καταπίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεροκεφαλιά η [kserokefaá] Ο24 : η ιδιότητα του ξεροκέφαλου. || η ξεροκέφαλη πράξη.

[ξεροκέφαλ(ος) -ιά]

< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go