Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενυχιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενυχιάζω [ksenixázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) προκαλώ πόνο σε κπ. πατώντας τον, συνήθ. κατά λάθος, στα δάχτυλα και ιδίως στα νύχια των ποδιών.

[ξε- νύχ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες