Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενοκρατία η [ksenokratía] Ο25 : η κυριαρχία ξένων δυνάμεων στην πολιτική και οικονομική ζωή μιας χώρας.
[λόγ. ξενο- + κράτ(ος) -ία (σύγκρ. ελνστ. ξενοκρατοῦμαι `είμαι υπό την κυριαρχία μισθοφορικών στρατευμάτων΄)]



