Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοκοιμάμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοκοιμάμαι [ksenokimáme] Ρ12 : (προφ.) κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, συνήθ. για κπ. που έχει εξωσυζυγική σχέση.

[ξενο- + κοιμάμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες