Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοδόχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοδόχος ο [ksenoδóxos] Ο18 θηλ. ξενοδόχος [ksenoδóxos] Ο35 & (προφ.) ξενοδόχα [ksenoδóxa] Ο25α : ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου. ΦΡ κάνω λογαριασμό / λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο, αποφασίζω, προγραμματίζω κτ. χωρίς να υπολογίσω κάποιο βασικό παράγοντα.

[λόγ. < ελνστ. ξενοδόχος (αρχ. ξενοδόκος `που φιλοξενεί΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ξενοδόχ(ος) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
ξενοδόχος ο.
  • α) Ιδιοκτήτης ξενοδοχείου, πανδοχείου:
    • Τον ξενοδόχον λέγουσιν να τους ξενοδοχήσει (Φλώρ. 1233).
  • β) προκ. για το σύζυγο ή το σύντροφο ξενοδόχισσας:
    • (Λίβ. Sc. 1926, 2735).

[μτγν. ουσ. ξενοδόχος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες