Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενοδοχοϋπάλληλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενοδοχοϋπάλληλος ο [ksenoδoxoipálilos] Ο19 θηλ. ξενοδοχοϋπάλληλος [ksenoδoxoipálilos] Ο36 : υπάλληλος ξενοδοχείου που φροντίζει για τη σωστή λειτουργία του, την εξυπηρέτηση των πελατών κτλ.· ξενοδοχειακός υπάλληλος.

[λόγ. ξενοδοχεί(ον) -ο- + υπάλληλος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go