Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοδοχείον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξενοδοχείον το· ξενοδοχειόν.
  • α) Πανδοχείο, χάνι:
    • (Φλώρ. 1230
    • το ξενοδοχείον … να έχει σιμά του και λουτρόν να λούγονται οι ξένοι (Λίβ. Esc. 2971
  • β) ξενώνας (ως κατάλυμα για ταξιδιώτες, αρρώστους, φτωχούς):
    • να κτίσουσιν εις την Ιερουσαλήμ … ξενοδοχείον διά τους προσκυνητάδες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 145).

[μτγν. ουσ. ξενοδοχείον. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες