Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενογυρισμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξενογυρισμένος, μτχ. επίθ.
  • Που έχει ταξιδέψει σε ξένους τόπους, κοσμογυρισμένος:
    • (Ιμπ. (Lambr.) 593).

[μτχ. παρκ. του *ξενογυρίζω ως επίθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες