Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενοαφήγησις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξενοαφήγησις η.
  • Διήγηση, εξιστόρηση που κάνει κάπ. ξένος:
    • (Λίβ. Sc. 2401).

[<ουσ. ξένος + αφήγησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες