Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξενιτιά η [ksenitxá] Ο24 : ο τόπος στον οποίο ξενιτεύεται κάποιος· τα ξένα: Πάω στην ~. Έζησε πολλά χρόνια στην ~. Tραγούδια της ξενιτιάς.
[μσν. ξενιτιά < ελνστ. ξενιτεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. ξενιτεία `μισθοφορική υπηρεσία΄) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενιτιά η,
- βλ. ξενιτειά.



