Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενιά η· ξενία.
-
- 1) Τα ξένα, η ξενιτειά:
- εις την ξενιά μ’ εθάψα … κι ωσάν ξένο μ’ εκλάψα (Ερωτόκρ. Γ́ 841).
- 2) Το να βρίσκεται κανείς μακριά από την πατρίδα·
- (εδώ προκ. για εξορία):
- (Ερωτόκρ. Έ 86)·
- (προκ. για προσφυγιά):
- (Λεηλ. Παροικ. 244).
- (εδώ προκ. για εξορία):
- 3) Μοναξιά:
- (Διαθ. 17. αι. 615).
[<επίθ. ξένος + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. πιθ. από μετρ. αν. (δεν πρόκ. για το αρχ. ξενία· πβ. όμως L‑S Suppl., λ. ‑ία). Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ία) και το Somav.]
- 1) Τα ξένα, η ξενιτειά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξενιάζω.
-
- (Αμτβ. και μτβ.) δωροδοκώ:
- Αυτός όπου έναι μετ’ αυτόν το δίκαιον … να ξενιάσει εις τον κριτήν ουδέν συγκατεβαίνει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1066· Βουστρ. Β 1392).
[<ξενίζω. Η λ. το 10. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Αμτβ. και μτβ.) δωροδοκώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξένιασμα το.
-
- α) Δώρο (ως ανταμοιβή):
- φιλοτιμήσου με ξενιάσματα μεγάλα, κανίσκια και δωρήματα (Αχιλλ. (Smith) N 1417)·
- β) δωροδόκημα:
- Η κρίση να στοχάζεται το δίκαιον του παράνα … χωρίς ξενιάσματα (Γεωργηλ., Θαν. 317).
[<αόρ. του ξενιάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Δώρο (ως ανταμοιβή):