Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξενερώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενερώνω [kseneróno] Ρ1α : (οικ.) 1. συνέρχομαι από μεθύσι: Δεν ξενερώσαμε ακόμα από χθες το βράδυ. || (λαϊκ.) συνέρχομαι από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. 2α. κάνω κπ. να χάσει το κέφι του, να προσγειωθεί απότομα στην πραγματικότητα: Mε ξενέρωσε τελείως με τη συμπεριφορά του / με την πρώτη κουβέντα που μου είπε. β. χάνω το κέφι μου, προσγειώνομαι απότομα στην πραγματικότητα: Mε το που το άκου σα ξενέρωσα.

[μσν. ξενε ρώ(νω) `προεξέχω απ΄ το νερό΄ < ξε- νερ(ό) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξενερώνω.
  • Ξενερίζω (βλ. ά.):
    • εις την χώρα κοντά έχει πολλά νησία και ξέρες και δεν ξενερώνουν (Πορτολ. Α 24313).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. νερό + κατάλ. ‑ώνω· πβ. ξενερίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες