Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενέρωτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενέρωτος -η -ο [ksenérotos] Ε5 : (οικ.) 1. ειρωνικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανιαρού, πληκτικού, χωρίς καμία προσωπικότητα ή ανθρώπου που δε συμμετέχει, που είναι αδιάφορος ή άσχετος. 2. (σπάν.) ξεμέθυστος.

[ξενερώ(νω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go